Μην εμπιστεύεσαι πρόθυμο δανειστή
«Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας»
Πασίγνωστος ο μύθος του εργατικού μέρμηγκα και του τεμπέλη τζίτζικα με τον οποίο μεγαλώσαμε. Τότε που τα πράγματα ήταν απλούστερα, γνησιότερα, περισσότερο αθώα, κι ίσως γι’ αυτό ουτοπιστικά. Στην εποχή της μετάλλαξης όμως που ζούμε, ίσως η συγκεκριμένη ιστορία πρέπει να διαβαστεί προσαρμοσμένη στα νέα δεδομένα.
Στη νέα βερσιόν λοιπόν, ο μέρμηγκας δεν είναι μόνο εργατικός, είναι και υστερόβουλος.
Πλησιάζει τον ανεγκέφαλο, πλην ευτυχή τζίτζικα και του πιπιλίζει το μυαλό γλυκομιλώντας του για ανέσεις που ποτέ του δεν είχε ονειρευτεί.
«Δεν θα ‘θελες να έχεις κι εσύ ένα ωραίο, ζεστό σπιτικό για τις κρύες μέρες του χειμώνα, αντί να τρέχεις να κρυφτείς στην πρώτη κουφάλα δέντρου που θα βρεις;».
Ο τζίτζικας φαντασιώθηκε τη σκηνή που του περιέγραφε, έξω κρύο, μέσα θαλπωρή.
«Ωραία θα ήταν, αλλά πώς να το αγοράσω; Δεν έχω λεφτά»
«Μην στεναχωριέσαι!», προθυμοποιήθηκε ο μέρμηγκας. «Θα σου δανείσω εγώ κι όταν διευκολυνθείς μου τα επιστρέφεις».
Και του δάνεισε. Και μετά του δάνεισε κι άλλα για να το επιπλώσει, γιατί ένα σπίτι γυμνό δεν νοείται σπίτι.
Κι ο φυρόμυαλος τζίτζικας εξακολούθησε να αισθάνεται ευτυχής και σπουδαίος, πρώτη φορά ιδιοκτήτης, κι ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε από το νου του πως ούτε οι τοίχοι ούτε τα έπιπλα τρώγονται. Κι όταν έφτασε ο χειμώνας και τον έκοψε λόρδα, κτύπησε την πόρτα του γείτονα.
«Μήπως μπορείς να μου δώσεις λίγο φαγητό που πεινάω;».
Στην παλιότερη εκδοχή της ιστορίας, ο μέρμηγκας του ‘κλεινε την πόρτα κατάμουτρα. «Drop dead», του λέγε, γιατί εκτός από εργατικός, ήταν και κυνικός και ζηλόφθονος, αλλά αυτό ήταν δικαίωμα του, καμιά υποχρέωση δεν είχε να συνδράμει τον ακαμάτη τζίτζικα.
Στην παραλλαγή, ο παμπόνηρος μέρμηγκας έχει μια νέα πρόταση να του κάνει.
«Φαγητό δεν μπορώ να σου δώσω, δεν μου περισσεύει, μπορώ όμως να σου δανείσω χρήματα για να αγοράσεις ό,τι θέλεις», κι έτσι του ξαναδάνεισε.
Έκανε τις προμήθειες του ο τζίτζικας κι ευχαριστημένος κλείστηκε στην ολοκαίνουργια φωλίτσα του περιμένοντας να περάσει ο χειμώνας. Μόλις έφτασε η άνοιξη και πριν καν προλάβει ν’ ανοίξει τα παράθυρα για να μπει το φως κι ο φρέσκος αέρας, κτύπησε η πόρτα.
«Γείτονα», ξεκίνησε χωρίς περιστροφές ο μέρμηγκας, «ήρθα να πάρω πίσω τα δανεικά».
«Μα δεν τα ‘χω», ξαφνιάστηκε ο τζίτζικας με την απρόσμενη επίσκεψη.
«Εγώ όμως τα θέλω, τα χρειάζομαι!».
«Καταλαβαίνω», επανέλαβε μουδιασμένα ο τζίτζικας, «αλλά δεν έχω να στα δώσω».
«Πότε θα ‘χεις;», ρώτησε θυμωμένα ο μέρμηγκας.
«Δεν ξέρω», αποκρίθηκε ειλικρινά ο τζίτζικας και για πολύ καιρό ακόμα εξακολούθησε να μην ξέρει.
Κάτω από τις καθημερινές κι αφόρητες πιέσεις του μέρμηγκα όμως, «μιας και δεν έχω να σου δώσω πίσω τα λεφτά, δεν παίρνεις το σπίτι;», πρότεινε.
«Να το πάρω», συμφώνησε άκεφα ο μέρμηγκας, «αλλά τι να το κάνω; Σπίτι έχω. Να το πάρω για να σ’ εξυπηρετήσω και να το δώσω στα παιδιά; Χαμένος θα βγω! Εσύ μπήκες σ’ ένα σπίτι ολοκαίνουργιο, ενώ τώρα μου επιστρέφεις ένα χρησιμοποιημένο!».
«Σιγά τη χρήση!», αντέτεινε ο τζίτζικας. «Ένα χειμώνα έζησα μόνο εδώ».
«Και πάλι», συνέχισε τις αντιρρήσεις του ο μέρμηγκας. «Δεν μου χρωστάς μόνο το σπίτι, χρωστάς και τα έπιπλα!».
«Μα και τα έπιπλα θα στ’ αφήσω».
«Το θέμα δεν είναι τι θ’ αφήσεις εσύ, αλλά τι χρειάζομαι εγώ, και τα έπιπλα σου δεν τα θέλω, δεν είναι του γούστου μου, καταλαβαίνεις; Οπότε, πρέπει να πληρώσω όχι μόνο για ν’ αγοράσω καινούργια, αλλά και για να ξεφορτωθώ τα δικά σου».
Μην εμπιστεύεσαι πρόθυμο δανειστή
Έπειτα συνέχισε με τα δανεικά για τις προμήθειες του χειμώνα που επίσης του χρώσταγε κι έκπληκτος άκουγε πλέον ο τζίτζικας
τον μακρύ κατάλογο με τις οφειλές του ν’ αυξάνουν, σε κάθε λέξη του γείτονα.
«Τι θες να γίνει λοιπόν;», ρώτησε αμήχανα.
«Χμ!», έκανε πως το σκεφτόταν ο μέρμηγκας. «Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να δουλεύεις για μένα μέχρι να ξεχρεώσεις».
Κι έτσι ο τζίτζικας αντί να τραγουδά, έπιασε να μαζεύει σπόρους και να τους κουβαλά στις αποθήκες του γείτονα, που τώρα ήταν εκείνος που καθόταν ανέμελος.
Στο ίδιο μοτίβο πέρασε όλο το καλοκαίρι κι όταν έφτασε πάλι ο χειμώνας, η οικογένεια του μέρμηγκα απλώθηκε στα δυο πλαϊνά σπίτια, ενώ ο τζίτζικας χώθηκε κατάκοπος στην πρώτη κουφαλίτσα που βρήκε μπροστά του, χωρίς να ‘χει τίποτα για να βάλει στο στόμα του. Σαν τον έσφιξε η πείνα για τα καλά, βρήκε το θάρρος να κτυπήσει και πάλι την πόρτα του μέρμηγκα.
«Γείτονα», είπε παρακαλεστικά, «όλο το καλοκαίρι ήμουν στη δούλεψη σου, ολημερίς μάζευα σπόρους και τους σόδιαζα στις αποθήκες σου κι ούτε ένα σπυρί δεν κράτησα για τον εαυτό μου. Τώρα πεινάω και δεν έχω τίποτα να φάω. Μήπως μπορείς να μου δώσεις ένα πιάτο φαί;».
Ο μέρμηγκας τον κοίταξε όλο κατανόηση. «Φίλε μου», ξεκίνησε, «εγώ έχω μια αρχή, δεν χαρίζω ποτέ τίποτα, μόνο ανταλλάσσω. Αν θες, επομένως, ένα πιάτο φαί θα πρέπει να μου δώσεις κάτι σ’ αντάλλαγμα».
«Μα δεν έχω τίποτα!», δήλωσε απελπισμένος ο τζίτζικας.
«Έχεις, πως δεν έχεις! Έχεις ωραία φωνή!».
Κι έτσι ο εξαθλιωμένος τζίτζικας έβαλε τα δυνατά του να τραγουδήσει και να διασκεδάσει την οικογένεια που μέρμηγκα προκειμένου να χορτάσει την πείνα του. Κι όταν γύρισε στην τρύπα του, για πρώτη φορά στη ζωή του κάθισε και υπολόγισε πόσα τραγούδια έπρεπε να πει για να βγάλει το χειμώνα και πόσα καλοκαίρια έπρεπε να του δουλέψει μέχρι να ξεχρεώσει, κι όταν το άθροισμα έδειξε «για πάντα»,
ένας ρόγχος τον έπνιξε κι άρχισε να κλαίει. Να κλαίει που τόσο επιπόλαια είχε ανταλλάξει την ανέμελη, ευτυχισμένη ζωή του μ’ ένα σπίτι που δεν είχε καν ανάγκη!
Επιμύθιο. Στην παλιά εκδοχή, αυτή που μαθαίναμε ‘μείς, το επιμύθιο ήταν απλοϊκό: οι τεμπέληδες πεθαίνουν από πείνα. Στους τεμπέληδες συμπεριλαμβανόταν ολόκληρη η τάξη των κιθαρωδών, αοιδών και συναφών –δων.
Στην σύγχρονη παραλλαγή το επιμύθιο είναι διπλό κι αιρετικό. Πρώτον,
για να πλουτίσεις δεν αρκεί η εργατικότητα, και δεύτερον, μην εμπιστεύεσαι ποτέ κάποιον που προθυμοποιείται να σε δανείσει. Έντεκα φορές στις δέκα, δεν θα σου βγει σε καλό.
Μην εμπιστεύεσαι πρόθυμο δανειστή