Η Νούλη Τσαγκαράκη γεννήθηκε στη Δράμα, μεγάλωσε σ΄ ένα χωριό της Αττικής, σπούδασε στην Αγγλία, έζησε στην Πάτρα κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα την τελευταία δεκαπενταετία. Αγαπά τη ζωή, τα ταξίδια, τις προκλήσεις, το Άγνωστο, τις επαφές με καινούργιους ανθρώπους. Το 2017 έκανε την πρώτη της εκδοτική εμφάνιση με μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων υπό τον τίτλο «Ένας από μας», που αφορούν την οικονομική κρίση, το μεταναστευτικό και την τρομοκρατία. Τα Θέματά της σημερινά, καίρια, σκληρά, γίνονται αφορμή για ένα σεργιάνι στους όμορφους τόπους της καρδιάς μέσα από μια ματιά καθαρά ανθρωποκεντρική.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Κυρία Τσαγκαράκη πρόσφατα κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο «Της φωτιάς και της Ελπίδας». Ποια είναι η φωτιά στην οποία αναφέρεται;
ΝΟΥΛΗ ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗ: Αφετηρία του βιβλίου στάθηκαν τα πραγματικά γεγονότα της 23ης Ιουλίου του περσινού έτους, όταν όλοι παρακολουθήσαμε ενεοί την εξέλιξη των φονικών πυρκαγιών. «Φωτιά» στη ζωή μας όμως, αποτελεί το οποιοδήποτε γεγονός έχει τη δύναμη να την αναποδογυρίσει, να της αλλάξει καθοριστικά το ρου, να μας θυμίσει πόσο ευάλωτοι κι ανίσχυροι, τελικά, είμαστε.
Μ.Γ.: Πως μπορεί να ξεπηδήσει η ελπίδα μέσα από αποκαΐδια;
Ν.Τ.: Η ελπίδα, παντού και πάντα, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Είναι η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη, ο αλτρουισμός με τον οποίο αγκαλιάζουμε το δοκιμαζόμενο συνάνθρωπο μας.
Μ.Γ.: Τι θέλατε να τονίσετε μέσα από τις ιστορίες που αφηγείστε;
Ν.Τ.: Ένα σωρό πράγματα! Πρώτα από όλα ήθελα να διατηρήσω στη μνήμη τα θλιβερά γεγονότα, ως μνημόσυνο στις αδικοχαμένες ψυχές. Να υπενθυμίσω, κατά δεύτερον, το πεπερασμένο της ζωής. Να επισημάνω, τη μετατόπιση αξιών που σταδιακά, αλλά σταθερά, σημειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε ο υποσκελισμός των υποκειμένων έναντι των αντικειμένων. Να οξύνω την αίσθηση ευθύνης τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Να βοηθήσω σε μια κατάδυση αυτογνωσίας ώστε να αποφύγουμε -όσο είναι δυνατό- μελλοντικές συμφορές. Και, τέλος, να εξάρω τον εθελοντισμό και την ανιδιοτέλεια που επέδειξαν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι.
Μ.Γ.: Τα διηγήματά σας περιλαμβάνουν αληθινές ιστορίες των ανθρώπων που τις βίωσαν;
Ν.Τ.: Έχουν ως βάση τις αληθινές ιστορίες, τις οποίες «χρησιμοποιούν» όχι ως απλά αφηγήματα αλλά ως αφετηρία διαπραγμάτευσης του τρόπου -θετικού ή αρνητικού- με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον «άλλον» -είτε αυτό είναι πρόσωπο, είτε είναι περιβάλλον- και συμπεριφερόμαστε ή συνδεόμαστε μαζί του.
Μ.Γ.: Πως πιστεύετε ότι θα αισθανθούν οι πληγέντες διαβάζοντας το βιβλίο σας;
Ν.Τ.: Εδώ θα μιλήσω εκ του ασφαλούς, επειδή έχουν ήδη γίνει παρουσιάσεις του βιβλίου στους πληγέντες δήμους, οπότε σας διαβεβαιώνω ότι το υποδέχθηκαν με μεγάλη ικανοποίηση. Όπως αποδείχτηκε, υπήρχε μια ακατέργαστη αλλά έντονη επιθυμία τα γεγονότα, που σημάδεψαν με την τραγικότητα τους το πανελλήνιο, να μην σκεπαστούν από το πέπλο της λήθης.
Μ.Γ.: «Παρά το άλγος πρέπει, εντούτοις, να βρούμε το κουράγιο ν΄ απαντήσουμε στο τεράστιο «γιατί» που προκύπτει από τον άδικο χαμό τόσων αθώων» γράφετε στον πρόλογό σας. Πιστεύετε ότι υπάρχει απάντηση σ΄ αυτό το «γιατί» όσων έχασαν δικούς τους ανθρώπους;
Ν.Τ.: Το «γιατί» να είστε βέβαιοι πως βασανίζει πρώτα από όλους τους άμεσα πληγέντες. Και είναι φυσικό κι επόμενο να γυρεύουν δικαίωση μέσα από τον καταλογισμό ευθύνης. Το δικό μου «γιατί» ωστόσο δεν απευθύνετε σε όσους πορεύονται το Γολγοθά τους, αλλά σε όλους εμάς τους υπόλοιπους. Οφείλουμε, νομίζω, ν’ αναρωτηθούμε ποιο είναι το λάθος που κάνουμε και κάθε τόσο γινόμαστε μάρτυρες παρόμοιων καταστροφών. Να σας υπενθυμίσω εδώ τα θύματα από τις φωτιές της Ηλείας το 2007, τους πνιγμένους της Μάνδρας το 2017, και της Κρήτης τον περασμένο μόλις χειμώνα. Είναι καιρός να βάλουμε το δάκτυλο επί τον τύπο τον ήλων αναζητώντας το «γιατί». Ακόμα κι αν δεν προκύψει ένα «διότι», ο προβληματισμός, από μόνος του, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, εκείνη της ενεργοποίησης, της συμμετοχής, του ενδιαφέροντος.
Μ.Γ.: «Οφείλουμε ν΄ αναρωτηθούμε για τα λάθη που κάναμε, αποδεχόμενοι την ταπείνωση της όποιας ενοχής μας» συνεχίζετε. Σε τι είδους ενοχή αναφέρεστε;
Ν.Τ.: Σε όλες τις δυσλειτουργίες του «σχετίζεσθαι κοινωνικά» που επιτρέψαμε να διογκωθούν τις τελευταίες δεκαετίες. Στην υπερίσχυση του ατομικού συμφέροντος έναντι του συλλογικού, στην έκπτωση αξιών, στην άρνηση ανάληψης κάθε προσωπικής ευθύνης, στην αδιαφορία, κτλ., κτλ.
Μ.Γ.: Ποια είναι η «ατομική και ποια η συλλογική ευθύνη, που προκύπτει από τον τρόπο ζωής που διάγουμε», όπως γράφετε παρακάτω;
Ν.Τ.: Η ατομική ευθύνη είναι αυτή που αφορά τον καθένα από μας ως πρόσωπο, συμπυκνώνεται δε στο ερώτημα που οφείλουμε, τακτικότατα θα έλεγα, να απευθύνουμε στον εαυτό μας,. «Έκανα ό,τι μπορούσα προκειμένου να…», συμπληρώνουμε την πρόταση κατά περίπτωση. Δυστυχώς, έχουμε μια τάση ν’ αποποιούμεθα κάθε ευθύνης, πάντα κάποιος άλλος φταίει, ο γείτονας, ο προϊστάμενος, ο βουλευτής, η κυβέρνηση… Δεν λέω, μπορεί να ευθύνονται κι αυτοί και πολλοί άλλοι, πριν όμως επιρρίψουμε ευθύνες οπουδήποτε ας ξεκινήσουμε με αυτοκριτική. Γιατί αν δεν διορθώσουμε τον εαυτό μας, αν δεν αντιληφθούμε πως αποτελούμε μέρος του όλου και δεν αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεων μας, θα περιδινούμαστε πέριξ του εαυτού μας, θρηνώντας ατελέσφορα για τις συμφορές που μας πλήττουν. Το αυτό ισχύει και για τη συλλογική ευθύνη, αφού όλοι μας ανήκουμε ταυτόχρονα σε μεγαλύτερες κοινωνικά ομάδες, αρχής γενομένης από την πυρηνική οικογένεια.
Μ.Γ.: Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η λήθη μετά από ένα τόσο τραγικό γεγονός;
Ν.Τ.: Ο άνθρωπος έχει την τάση ν’ αποφεύγει τον πόνο, να ξεχνά επομένως. Η λήθη, αν και λειτουργεί ως παρηγορία σε κάποιον βαθμό, δεν είναι ανεξάρτητη από το μέγεθος της τραγωδίας που πλήττει τον καθένα σε προσωπικό επίπεδο. Για τους δυστυχείς που έχασαν τους οικείους τους, φοβάμαι πως είναι ανέφικτη.
Μ.Γ.: Κάποιοι «έφυγαν», κάποιοι σημαδεύτηκαν, κάποιοι έμειναν. Που βρίσκεται ο μεγαλύτερος πόνος;
Ν.Τ.: Μετριέται ο πόνος άραγε; Ο ανάλογος δικός μου προβληματισμός αποτυπώθηκε στο διήγημα «ο παππούς». Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, από τους τυχερούς επιζώντες -κι ενώ οι στάχτες και τ’ αποκαΐδια δεν έχουν ακόμα κρυώσει- έχουν ένα σύντομο διάλογο. «Πόσο πόνο αντέχει ένας άνθρωπος;», ρωτά ο παππούς τη γυναίκα του. «Όσο του δώσει ο Θεός», απαντά εκείνη. Όμως ο γέροντας, κάνοντας τους δικούς του λογαριασμούς, βρίσκει πως στη μέχρι τότε ζωή του είχε πάρει τον πόνο που του αναλογούσε, άλλος δεν χώραγε… Το μέγεθος ενός συναισθήματος δεν είναι ποτέ μετρήσιμο, συνδέεται με προσωπικές αντοχές και βιώματα, είναι επομένως μια καθαρά προσωπική υπόθεση.
Μ.Γ.: Πως «ξεπλένεται» η στάχτη που σημάδεψε την ψυχή των μεγάλων και ιδιαίτερα των παιδιών;
Ν.Τ.: Tabula Rasa η ψυχή των παιδιών σημαδεύεται, αλλά αντέχει. Το ζήτημα γεννάται με όσους έχουν «γράψει» πολλά χιλιόμετρα δυστυχίας και κακοτυχίας, όπως ο παππούς που προανέφερα. Σε κάθε περίπτωση, το χέρι βοήθειας και φροντίδας που απλώνεται ανιδιοτελώς από το συνάνθρωπο, λειτουργεί και ανακουφιστικά και θεραπευτικά.
Μ.Γ.: «Εδώ του κλέψανε τη ζωή του την ίδια! Ποιον πρέπει, αλήθεια, να μηνύσει γι΄ αυτό;» είναι η τελευταία φράση του βιβλίου σας. Υπάρχει άραγε απάντηση;
Ν.Τ.: Απαντήσεις πάντα υπάρχουν, το θέμα είναι να θέσουμε το ερώτημα προσπαθώντας να φτάσουμε στην ουσία του εκάστοτε ζητήματος, γιατί φοβούμαι πως αναλωνόμαστε στις παραμέτρους.
Μ.Γ.: Μέσα από όλη αυτή τη συμφορά, υπάρχουν αξίες που αναδείχθηκαν;
Ν.Τ.: Ασφαλώς! Προβλήθηκε το παραμελημένο πρόσωπο του Έλληνα! Του συμπονετικού, του αλτρουιστή, του ανιδιοτελή, του φιλεύσπλαχνου, του αλληλέγγυου… Το πρόσωπο που είχε λησμονηθεί κάτω από την επήρεια του αστυνομικού δελτίου των ειδήσεων.
Μ.Γ.: Τι σας έκανε να γράψετε διηγήματα που ξεπήδησαν από τον ανθρώπινο πόνο της πυρκαγιάς στο Μάτι;
Ν.Τ.: Η δική μου ματιά, προσανατολισμένη πάντα στο σήμερα και στα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν, δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη στη νέα συμφορά που μας έπληξε. Ένιωσα έντονα την ανάγκη να μοιραστώ τον πόνο, αλλά και τον προβληματισμό που γενούν ανάλογα οδυνηρά γεγονότα. Είναι γνωστό άλλωστε πως τη μεγαλύτερη εσωτερική πρόοδο ο άνθρωπος τη σημειώνει μέσα από τον πόνο κι όχι από τις ευτυχισμένες και καλές του στιγμές.
Μ.Γ.: Ποιος είναι ο σκοπός σας μέσα από τη λογοτεχνική καταγραφή των γεγονότων;
Ν.Τ.: Η αποφυγή της λήθης κατά πρώτον και η αφύπνιση κατά δεύτερον.
Μ.Γ.: Ποια ήταν τα συναισθήματά σας κατά τη συγγραφή του βιβλίου;
Ν.Τ.: Απόλυτη και απύθμενη οδύνη.
Μ.Γ.: Ποια είναι η ευχή που θέλετε να στείλετε προς τους αναγνώστες του βιβλίου;
Ν.Τ.: Να μην βιώσουν ποτέ όσο πόνο θα μπορούσαν ν’ αντέξουν.
*Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Της φωτιάς και της Ελπίδας» της Νούλης Τσαγκαράκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gogo Tsakoyani
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία ενώ τώρα ζωγραφίζει και παράλληλα γράφει. Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.
Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ από τις εκδόσεις ΄Οστρια. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015. Τον Ιούνιο 2017 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της ΑΛΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ από την Εμπειρία Εκδοτική. Το 2019 θα κυκλοφορήσει το νέο της μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Την περίοδο 2011-2012 υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός στο magicradiolive. Από τον Νοέμβρη 2014 συνεργάζεται με το now24.gr και έχει πραγματοποιήσει πάνω από πεντακόσιες συνεντεύξεις. Το 2016 συμμετείχε στην τηλεοπτική εκπομπή ΚΑΛΩΣ ΤΟΥΣ του ΑιγαίοTV πραγματοποιώντας συνεντεύξεις σε ανθρώπους των τεχνών. Διετέλεσε Διευθύντρια Σύνταξης του on line Πολιτιστικού Περιοδικού Books and Style από Ιούλιο 2017 έως Μάρτιο 2018 οπότε αποχώρησε οικειοθελώς.
Μεγάλες της αγάπες είναι το θέατρο και ο χορός με τα οποία έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά.